- ηρεμιστικός
- sakinleştirici, yatıştırıcı, sakinleştiren
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ηρεμιστικός — ή, ό [ηρεμίζω] 1. αυτός που μπορεί να ηρεμίσει κάποιον 2. (φαρμ.) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηρεμιστικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την εξηρέμηση ψυχικών καταστάσεων οι οποίες χαρακτηρίζονται από άγχος, υπερένταση και αυξημένη κινητικότητα … Dictionary of Greek
ηρεμιστικός — ή, ό αυτός που φέρνει ηρεμία: Ηρεμιστικά χάπια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλγητικός — ή, ό [ανάλγητος] 1. αυτός που εξαλείφει την αίσθηση τού πόνου, καταπραϋντικός, ηρεμιστικός 2. (ο πληθυντικός τού ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά* φαρμακευτικές ουσίες που ανακουφίζουν τον πόνο … Dictionary of Greek